- λεπρώδη
- λεπρώδηςroughneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)λεπρώδηςroughmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)λεπρώδηςroughmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαμβατήρ — ἐπαμβατήρ, ο (Α) για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)] … Dictionary of Greek